- ουραγκοτάγγος
- οζωολ. βλ. ουρακοτάγκος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουρακοτάγκος — και ορακουτάγκος και ουραγκοτάγγος και οραγκουτάγκος και ο ραγγουτάγγος και οραγκουτάνος, ο είδος μεγαλόσωμου ανθρωποειδούς πιθήκου που ζει αποκλειστικά στα δάση τής νήσου Βόρνεο και τμήματος τής Σουμάτρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαλαισ. oranghutan… … Dictionary of Greek